θαητός

θαητός
θᾱητός (-ός, -όν; -άν; -όν, -οῖσι, -όν.)
1 wonderful, bewondered

θαητὸν ἀγῶνα O. 3.36

θαητὸν μέγαρον πάξομεν O. 6.2

θαητοῖσι γυίοις P. 4.80

αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος (of an oak) P. 4.264

οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.12

ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο of the daughter of Antaios P. 9.108 τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν pr. P. 10.58

θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35

ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν καὶ τὸ θαητὸν δέμας N. 11.12

Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαητός — θαητός, ή, όν (Α) θηητός*, θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. πρβλ. ιων. θηητός, αττ. θεατος*] …   Dictionary of Greek

  • θαητός — θᾱητός , θηητός gazed at masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”